- περιφορᾷ
- περιφοράcarrying roundfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιφορά — περιφορά̱ , περιφορά carrying round fem nom/voc/acc dual περιφορά̱ , περιφορά carrying round fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφορά — (Αστρον.). Κίνηση που ένα ουράνιο σώμα εκτελεί γύρω από ένα κεντρικό άστρο, διαγράφοντας μια κλειστή τροχιά, σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Στο ηλιακό μας σύστημα, εκτός από τις π. των πλανητών. και των κομητών γύρω από τον Ήλιο, έχουμε και τις π … Dictionary of Greek
περιφορά — η πράξη και αποτέλεσμα του περιφέρω, έχω κάτι και το φέρνω παντού ή γυρίζω κυκλικά αυτό ή μ αυτό: Περιφορά της εικόνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίφορα — περίφορος carried about neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφορᾶι — περιφορᾷ , περιφορά carrying round fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφοράν — περιφορά̱ν , περιφορά carrying round fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφοράς — περιφορά̱ς , περιφορά carrying round fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφοραῖς — περιφορά carrying round fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφοραί — περιφορά carrying round fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφορᾶν — περιφορά carrying round fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)